λισσάνιος

λισσάνιος
λισσάνιος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός»
2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» — καλέ μου φίλε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν φέρνει καμιά ενόχληση, στεναχώρια», από όπου και η σημασία του («αγαθός»). Η άποψη ότι το β' συνθετικό τής λ. είναι ο τ. ἡνίον (πρβλ. πειθ-ήνιος, φιλ-ήνιος), προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Το ίδιο ισχύει και για την ετυμολόγηση από θ. λισσ- τού λίσσομαι «ικετεύω, ζητώ» + ἡνίον, δηλ. «αυτός που ζητά να πάρει τα ηνία», ο «πειθήνιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λισσάνιος — my good friend masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάνιε — λισσάνιος my good friend masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”